Η παραγωγή του µελιού, της γύρης, του κεριού, της πρόπολης, του βασιλικού πολτού είναι το αποτέλεσµα της εκµετάλλευσης από τον άνθρωπο της πανάρχαιας σχέσης φυτών και µελισσών. Τα φυτά προσφέρουν στα έντοµα και στις µέλισσες νέκταρ και γύρη, την πρώτη ύλη για την παραγωγή µελιού, κεριού, εµπορεύσιµης γύρης και βασιλικού πολτού, δέχονται τις επισκέψεις των εντόµων και ιδιαιτέρως της µέλισσας της µελιτοφόρου.
Με τις επισκέψεις αυτές χάρις στην κατασκευή του σώµατος και στην ανθική σταθερότητα των µελισσών, τα φυτά επιτυγχάνουν την καρπόδεση και έτσι µε την παραγωγή σπόρων και καρπών εξασφαλίζουν την διαιώνιση τους. Η θαυµάσια αυτή σχέση διαρκεί εκατοµµύρια χρόνια, αποδεδειγµένα. Μέλισσα απολιθωµένη ηλικίας 80 εκατοµµυρίων ετών, µε γύρη από ένα φυτικό είδος, που βρέθηκε στη Γερµανία, φανερώνει ότι η συµµετοχή του ανθρώπου στην ανωτέρω σχέση είναι πολύ πρόσφατη. ∆εν είναι σαφές πότε «ακριβώς» ο άνθρωπος µετεπήδησε από το στάδιο του θηρευτή στο στάδιο του εκτροφέα µελισσών.
Το µέλι υπήρξε από τις πρώτες γλυκαντικές ουσίες στη διατροφή του, κλέβοντας το από τα «άγρια» µελίσσια στους βράχους και στους κορµούς των δέντρων. Η οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών πριν µερικές χιλιάδες χρόνια συνέβαλε στην έναρξη διατήρησης και εκτροφής µελισσών για εξασφάλιση του µελιού και εν συνεχεία του κεριού. Απ’ αυτό το χρονικό σηµείο ξεκινά το ενδιαφέρον του ανθρώπου για την πηγή της πρώτης ύλης του µελιού. Αναφορές σε κλασικούς συγγραφείς της αρχαιότητας για την σπουδαιότητα µερικών φυτών, όπως το πεύκο και το θυµάρι, στην µελισσοκοµία, είναι οι πρώτες προσπάθειες διάκρισης των φυτών, σε φυτά χρήσιµα στην µελισσοκοµία, ή όπως λέµε µελισσοκοµικά φυτά.
Το σύνολο των µελισσοκοµικών φυτών ενός τόπου αποτελεί την µελισσοκοµική χλωρίδα του. Η διάκριση των µελισσοκοµικών φυτών µπορεί να γίνει µε πολλούς τρόπους λαµβάνοντας υπόψη διαφορετικά κριτήρια: • Μελισσοκοµικά φυτά διαφόρου εποχής. Κριτήριο η εποχή ανθοφορίας. Έτσι έχουµε ανοιξιάτικα, καλοκαιρινά, φθινοπωρινά, χειµωνιάτικα µελισσοκοµικά φυτά. • Μελιγόνα, µελιτογόνα ή γυρεοδοτικά φυτά. Η σηµασία των καλλιεργούµενων µελισσοκοµικών φυτών έναντι των αυτοφυών για την µελισσοκοµία σταδιακά αυξάνει. • Αυτοφυή ή καλλιεργούµενα µελισσοκοµικά φυτά. Η σηµασία των καλλιεργούµενων έναντι των αυτοφυών για την µελισσοκοµία σταδιακά αυξάνει. • Ετήσια ή πολυετή. Τα ετήσια έχουν περιοδικό χαρακτήρα αφού διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν την βλάστησή τους, αντίθετα τα πολυετή φυτά θα επηρεαστούν θετικά ή αρνητικά κυρίως στη χρονική περίοδο της ανθοφορίας τους.
Κύρια ή δευτερεύοντα µελισσοκοµικά φυτά. Κύριο µελισσοκοµικό φυτό είναι το καλοκαιρινό κυρίως ή φθινοπωρινό φυτό που αρκετές χρονιές επιτυγχάνει στην ανθοφορία, είναι µελιγόνο ή µελιτογόνο και δίνει το όνοµα του στο µέλι που παράγεται. Οµοίως το δευτερεύον µελισσοκοµικό φυτό, είναι διαφόρου εποχής. Μπορεί να είναι και απλώς γυρεοδοτικό φυτό και βοηθά στην ανάπτυξη ή συντήρηση του µελισσιού. Αρκετές φορές δευτερεύοντα µελισσοκοµικά φυτά που η ανθοφορία τους προηγείται της ανθοφορίας ενός κύριου µελισσοκοµικού φυτού, συµµετέχουν στην παραγωγή του µελιού. Η δευτερεύουσα αυτή µελισσοκοµική χλωρίδα αποτελεί και το συνηθέστερο κριτήριο διάκρισης µελιού της αυτής κύριας ανθοφορίας αλλά διαφορετικών περιοχών.
Το τελευταίο αυτό κριτήριο διάκρισης είναι και το σηµαντικότερο, αυτό που ενδιαφέρει τους µελισσοκόµους περισσότερο, είναι όµως το κριτήριο σχετικά µε την περιοχή που εξετάζουµε. Ενώ όλα τα άλλα κριτήρια διάκρισης έχουν γενική εφαρµογή, το τελευταίο αναφέρεται πάντοτε σε συγκεκριµένη περιοχή. Έτσι µελισσοκοµικό φυτό µπορεί να είναι κύριο για µια περιοχή π.χ. η πορτοκαλιά για την Αργολίδα ή την Άρτα και το ίδιο φυτό για την Μακεδονία (τα διάσπαρτα δέντρα που υπάρχουν) να έχει µικρή αξία και ούτε καν δευτερεύον να µη χαρακτηρίζεται.